Το εισαγωγικό άρθρο είναι ίσως το πιο ύπουλο λογοτεχνικό είδος που γνωρίζω. Δεν έχει άλλον σκοπό, αν το δούμε οντολογικά, παρά να δικαιώσει την ύπαρξη των φαινομένων που στην ουσία δεν χρειάζονται καμία δικαίωση, και για να πετύχει αυτόν τον σκοπό ο συγγραφέας συχνά επιστρατεύει τα πιο αμφιλεγόμενα επιχειρήματα της εποχής του. Δεν θέλω να πω ότι δεν υπάρχουν καλά — ουσιαστικά και ευθεία — εισαγωγικά άρθρα. Σαφώς και υπάρχουν, είναι όμως κάτι πολύ παραπάνω από εισαγωγικά άρθρα• είναι μελέτες, δοκίμια, αναμνήσεις, πεζά ποιήματα, διάφοροι συνδυασμοί όλων αυτών, και μπορούν να περιέχουν στην κυριολεξία τα πάντα εκτός από υποκριτικά και δουλοπρεπή λόγια που προσπαθούν να «συμφιλίωσουν» το έργο με την ιστορική στιγμή κατά την οποία πραγματοποιείται η έκδοσή του.
Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να τρυπώσει κάποια λέξη υποκριτική και δουλοπρεπής στο εισαγωγικό άρθρο που έχω ετοιμάσει για τη συλλογή των σολωμικών έργων. Ήμουν όμως αναγκασμένος να παραλείψω τα πιο σημαντικά από όσα είχα να πω, και αυτό απο μόνο του ήταν υποκρισία και δουλοπρέπεια. Το κείμενο που ήθελα να γράψω δεν θα προκαλούσε τίποτα παρά αμηχανία (εκείνη που συνοδεύεται με σαρκαστικό γελάκι)• κι έτσι έγραψα ένα άλλο, φυσιολογικό, κοινωνικά αποδεκτό κείμενο, μέσα στο οποίο είπα και πεντέξι ενδιαφέροντα πραγματάκια και πρότεινα, μεταξύ άλλων, δυο τρεις καλούτσικες ερμηνείες, ενώ το αληθινό έμεινε στο βάθος της συνείδησής μου και με κρατούσε κοντά στο Σολωμό όπως μια σκουριασμένη άγκυρα κρατάει τη βάρκα στη θέση της. Σήμερα αποφάσισα να τη σηκώσω και επιτέλους να αποπλεύσω• ο ούριος άνεμος φύσηξε.
Όλες οι συζητήσεις για τον Σολωμό περιστρέφονται γύρω από τη γλώσσα — αλλά με έναν τρόπο περίεργο, σαν να μπορούσε ο ίδιος ο Σολωμός να συμφωνήσει με κάποιον δικό μας ορισμό της γλώσσας ή να κατατάξει τον εαυτό του ανάμεσα στους φιλολόγους και πολιτικούς. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» — μια φράση που όλοι την επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά, ελάχιστοι όμως την έχουν όντως διαβάσει.
Τι είναι (ποια είναι) η σολωμική ελευθερία; Αφηρημένη έννοια; Κοινωνική αξία; Σοβαρά;
Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ημπορείς,
εις τον κάμπο, Ελευθερία,
ματωμένη περπατείς, —
έτσι μιλάνε οι άνθρωποι για αφηρημένες έννοιες και κοινωνικές αξίες;
Ή, μήπως, έτσι:
Κάποιος ήθελε ερωτήσει:
του θυμού του είσαι αδελφή;
Ποίος είν’ άξιος να νικήσει,
ή με σε να μετρηθεί;
Οι στροφές αυτές δεν χρειάζονται εξήγηση, είναι ξεκάθαρες. Η γλώσσα λοιπόν είναι για τον Σολωμό φαινόμενο της ίδιας φύσης με αυτήν την Ελευθερία. Ένα “και” χωρίζει και ενώνει τις δυο θεές.
Αν ο Σολωμός όντως δημιούργησε τη νεοελληνική γλώσσα (και νομίζω πως έτσι είναι), αυτό έγινε μόνο και μόνο επειδή έβλεπε τη γλώσσα ως φαινόμενο μεταφυσικό και όχι ως εκείνο το σύμπλεγμα κοινωνικών και πολιτισμικών μανιφέστων που απασχολούσε τους συγχρόνους του, δημοτικιστές και μη. Η προσέγγιση του ήταν αλχημική και όχι ιδεολογική, διαφορετικά δεν θα βλέπαμε στα έργα του αυτήν την εξαίσια «σαλάτα» (όπως έλεγε ο Βάρναλης). Αλλά η αλχημεία του Σολωμού δεν βασίζεται σε κάποια παράλογη μαγική κοσμοθεωρία, αποκομμένη από την υλική πραγματικότητα, και η μεταφυσική μέθοδος του Σολωμού είναι μια μέθοδος αρχαία, προχριστιανική, εμπλουτισμένη (αλλά και απλοποιημένη) από την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό. Εν ολίγοις, είναι μια μεταφυσική χωρίς μεταφυσική.
Ο Δημήτρης Λιαντίνης, ένας από τους λίγους στοχαστές που κατάφεραν να πουν κάτι ουσιαστικό για τον Σολωμό και όχι για τα σολωμικά, τον αποκαλούσε προσωκρατικό σε μια αλεξανδρινή εποχή, και είχε δίκιο απόλυτο. Η σχέση του Σολωμού με την πραγματικότητα είναι μια προσωκρατική σχέση και ο τρόπος με τον οποίο εξετάζει ο Σολωμός τα πολιτισμικά φαινόμενα έχει όλες της ιδιότητες της φυσικής φιλοσοφίας. Ο «αλεξανδρινός» 19ος αιώνας με τον ηδονιστικό ανθρωποκεντρισμό του δεν μπορούσε να κατανοήσει μια τέτοια προσέγγιση• το ίδιο κι ο δικος μας που έχει αναστήσει τις πιο σκοτεινές περιόδους του Μεσαίωνα και ξανάβαλε τη φιλοσοφία στη θέση της υπηρέτριας, αν και η αφέντρα έχει αλλάξει. Η μεσαιωνική φιλοσοφία έπλενε τα πόδια της θεολογίας, και η σημερινή σερβίρει καφέδες στην πολιτική. Είναι τουλάχιστον αφελές το να ελπίζω να με ακούσουν, κι όμως θα προσπαθήσω να το διατυπώσω: και η ελευθερία, και η γλώσσα ήταν για τον Σολωμό περίπου αυτό που ήταν οι κοσμικές αρχές του Παρμενίδη ή του Ηρακλείτου.
Όλες οι συζητήσεις για τον Σολωμό περιστρέφονται γύρω από την αποσπασματικότητα των έργων του. Κάποιοι θεωρούν αυτό το γεγονός θλιβερό, για κάποιους άλλους είναι ένα ρομαντικό σύμβολο της «καθαρής λυρικής έκφρασης», αλλά όλοι τους, επικεντρωμένοι στην αποσπασματικότητα, παύουν να βλέπουν τα ίδια τα αποσπάσματα. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στα μουσεία όταν μαθαίνουμε ότι τα ωραιότερα αγάλματα δεν έχουν κεφάλια και χέρια. Η αντίδραση ενός δυνατού (ή, έστω, έξυπνου) ανθρώπου αποτελείται συνήθως από έναν διεστραμμένο θαυμασμό• ένα θραύσμα είναι πιο γοητευτικό από το σύνολο, και η τραγική ομορφιά ενός ακρωτηριασμένου έργου τέχνης προκαλεί πιο έντονα συναισθήματα από ο, τι η αρμονία του ακεραίου. Η αντίδραση ενός αδύναμου περιορίζεται στην απογοήτευση και λύπη• αντί για σύνολο κληρονομήσαμε κάτι συντρίμμια.
Ελάχιστοι θέτουν το ερώτημα διαφορετικά: είναι σίγουρα άξιος ο ανθρώπινος κόσμος να κληρονομήσει αυτό το «σύνολο»; Και τι έχει κάνει για να μην γίνει το σύνολο συντρίμμια;
Η ποιητική του Σολωμού είναι ένα μεγάλο «εάν». Το μόνο κακό με αυτήν είναι ότι δεν άντεξε τη βαρβαρότητα της ανθρώπινης φύσης, ίσως συμπεριλαμβανομένης και της βαρβαρότητας του ίδιου του ποιητή. Ο ποιητής αυτός, όπως φαίνεται, μόνο εύθραυστος άνθρωπος δεν ήταν — εύθραυστη ήταν η ανώτερη ομορφιά που του φανερώθηκε κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1820, ίσως και νωρίτερα, αλλά σίγουρα μετά τον «Υμνο» και την «Ωδή εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον». Αυτά τα δυο έργα, όπως και τα μικρά ποιήματα της ίδιας περιόδου, γράφτηκαν από έναν νεαρό πολεμιστή διψασμένο για μάχες (κι ας μην ήξερε από πραγματικό πόλεμο• κάποιες πένες είναι πιο νικηφόρες από σπαθιά) — και ύστερα συνέβη κάτι που μεταμόρφωσε τον μαχητή σε ερημίτη και μύστη, όπως παραδέχεται και ο ίδιος με την βοήθεια του Κρητικού του:
Εγώ από κείνη τη στιγμή δεν έχω πλια το χέρι,
π’ αγνάντευεν Αγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι·
χαρά δεν του ’ναι ο πόλεμος· τ’ απλώνω του διαβάτη
ψωμοζητώντας, κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι…
Ο Σολωμός του «Ύμνου» είχε πολλές πιθανότητες να γίνει η επιτομή του «πετυχημένου ποιητή», όπως ακριβώς τον φαντάζεται η κοινωνία. Ο Σολωμός του «Κρητικού» ήταν καταδικασμενός στη μοναξιά, στη φτώχεια — εννοώ φυσικά τη φτώχεια της ανθρώπινης ανταπόκρισης και όχι την έλλειψη των υλικών αγαθών — και στην αδιάκοπη ενατένιση μιας μορφής θεϊκής, την οποία δεν μπορούσε να περιγράψει και για την οποία δεν μπορούσε να μη μιλάει. Εδώ δεν γίνεται να μη θυμηθώ τον ιππότη του Πούσκιν, — μόνο που αυτός ο τελευταίος συνέχισε να πολεμάει.
Ένα όραμα του εφάνη
που ο νους δεν το χωρεί,
και σημάδεψε για πάντα
την καρδιά του την πικρή.
Η μετάφραση του Σολωμού ήταν η πιο λαμπρή μου νίκη και η πιο μεγάλη μου ήττα. Άργησα να καταλάβω ότι πρόκειται να παρουσιάσω αυτά τα έργα σε έναν κόσμο ψυχρό και ξένο (και δεν εννοώ μόνο τη σύγχρονη Ρωσία, εννοώ το Zeitgeist του καιρού μας). Άργησα να συνειδητοποιήσω ότι δεν υπάρχει πιο «αντισολωμική» εποχή από τη σημερινή, και όταν το συνειδητοποίησα ένιωσα εγκληματίας. Αλλά και η πορεία της δίκης μου ζωής ήταν τέτοια που μέσα σε αυτά τα δυο χρόνια βίωσα αρκετά από όσα είχε βιώσει ο Σολωμός (ευτυχώς ήταν ήπια μορφή, ή, όπως το λέω αστειευόμενος, δοκιμαστική έκδοση αυτών των συμφορών). Είχα μπει στα ποιήματά του δυνατός, υπερήφανος, με σιγουριά και αποφασιστικότητα — και βγήκα από αυτά συντριμμένος, εξαντλημένος, αποκομμένος από την λογοτεχνική κοινωνία, αντί για υπερηφάνεια νιώθοντας μια παράξενη επώδυνη ντροπή για την ανείπωτη ομορφιά την οποία, όπως αποδείχτηκε, έβλεπα μονο εγώ. Και έγινε ξεκάθαρο ότι δεν έχω πλέον κανένα δικαίωμα να θεωρώ τη λογοτεχνικη μετάφραση ένα ευχάριστο συμπλήρωμα της δικής μου ποίησης• από δω και στο εξής ένας δεσμός φοβερός και σκοτεινός με συνδέει με όλα τα μεγάλα έργα που περνούν από τα χέρια μου, και η ισχύς του είναι τέτοια που μόνο με τους δεσμούς το αίματος θα μπορούσα να τον παρομοιάσω.
Η ποιητική του Σολωμού ανήκει σε ένα αύριο που κάθε νύχτα υπόσχεται να ξημερώσει και δεν ξημερώνει ποτέ. Τι να λέμε για τις άλλες χώρες• ακόμα και στην Ελλάδα το έργο του δεν έχει εκτιμηθεί επαρκώς, παρόλη την προσπάθεια των μεγαλύτερων Ελλήνων στοχαστών να αναδείξουν την πραγματική του αξία. Η δικαιοσύνη θα θριαμβεύσει, θαρρώ, μόνο όταν ξεχαστεί η φλυαρία των κριτικών, όταν γίνουν σκόνη οι μελέτες των φιλολόγων και τα επίσημα αγάλματα. Ο μύθος θα τα ανακατέψει όλα και θα τα βάλει όλα στην ύψιστη τάξη. Τότε θα γίνει ο Σολωμός αυτός που πάντοτε ήταν• δισέγγονος του Εμπεδοκλή, εγγονός του Βιργίλιου, στον οποίο που και που υπαγόρευε μια Φεγγαροντυμένη θεά μαγικές στροφές σε μια Ελληνική γλώσσα ανάκουστη κι απερίγραπτη, με Ιταλική προφορά. Και, φυσικά, το μέλλον αυτό βρίσκεται εκτός του ιστορικού χρόνου — ίσως εκτός του χρόνου γενικώς, για αυτό και οι ήρωες των σολωμικών έργων περιμένουν τόσο ανυπόμονα την ημέρα της Κρίσης• περιμένουν τη λήξη της ιστορίας σαν απελευθέρωση και καινούργια αρχή.
Λάλησε, Σάλπιγγα, κι εγώ το σάβανο τινάζω,
και σχίζω δρόμο…
Εμείς όμως παραμένουμε εντός του ιστορικού χρόνου και της πορείας του, κλείνοντας το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα. Ποιοι και για ποιον λόγο χρειάζονται τον Σολωμό, — τον ίδιο τον Σολωμό και όχι τα «περί Σολωμού» — στις μέρες μας, μου είναι άγνωστο. Ναι μεν, δίνει «πατριωτικό» υλικό που εν τέλει καταλήγει τροφή για εθνικιστικά ιδεολογήματα — αλλά έτσι υποβαθμίζονται και διαστρεβλώνονται όλες οι αρχές τής ποιητικής του. Ναι μεν, αποτελεί καλό πειραματόζωο για τους φιλολόγους — αλλά αυτού του είδους τα μελετήματα ουδεμία σχέση έχουν με την ποίηση. Για τη μετανεωτερικότητα είναι ένα άχρηστο σκεύος• είναι σχεδόν αδύνατον να «αποδομήσει» κανείς τον Σολωμό, επειδή τα συντρίμμια δεν αποδομούνται, και ενώ τα έργα του προσφέρουν θησαυρούς σε όποιον θέλει να συνεισφέρει στην ανάπτυξη της τέχνης, δεν δίνουν απολύτως τίποτα σε όποιον θέλει να την εκμεταλλευτεί. Τα πλούτη του σολωμικού λόγου είναι μια απέραντη θάλασσα, αλλά δεν υπάρχει άλλη πρόσβαση σε αυτήν παρά από ένα ρυάκι χαμένο μέσα στο δάσος — μέσα σε ένα πανέρμο δάσος, φυσικά.
Εν πλήρει συνειδήσει αυτής της φαινομενικής «αχρηστίας» του έργου μου, το παρέδωσα στα χέρια της Ρωσίας του σήμερα.