κι έτσι έσκυψα και τη φίλησα κι ας μην έπρεπε
τη λεπρή μου θάλασσα χρισμένη με ορυκτέλαιο
λασπωμένη άχαρη και ρηχή
που μυρίζει νοσοκομείο και περιττώματα
την προσκύνησα βουλιάζοντας ως το γόνατο
και το αγκίστρι μου μέσα έριξα
για ευχή
γεια σου πέρκα
με τα φτερά σου τα άλικα
που έχεις ένα σωματάκι ασημοχάλκινο
και είναι τα χείλη σου μισοδιάφανα
σαν το φως
που με την καταχνιά ερχόμενο ξετυλίγεται
και στο πέρασμά του ο άερας γίνεται
αργοκίνητος γκριζοκίτρινος
ποταμός
γεια σου μάγκισσα με τα ιξώδη μάτια σου
με τη μοίρα σου την άφραχτη
τη φραχτή
γεια σου αλάνισσα με τη στερνή ανάσα σου
που σμίγει τη σάπια θάλασσα
στην ακτή
σε τιμώ κι εσένα βουλιάζοντας ως το γόνατο
μες στη λάσπη από τα αθέατα χαρακώματα
του πολέμου που όλο θέλει μα δεν μπορεί
να τελειώσει
ενώ ο κόσμος αδιαφορεί
η ζωή νικάει βουλιάζοντας ως το γόνατο
στις πληγές της γης
στη θάλασσα τη λεπρή